- αιματουρία
- ηαρρώστια κατά την οποία παρουσιάζεται αίμα στα ούρα: Ο άρρωστος έχει τώρα και αιματουρία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αιματουρία — Η παρουσία αίματος στα ούρα. Αποτελεί σημαντικό εύρημα και μπορεί να οφείλεται σε βλάβη ή φλεγμονή του ουροποιητικού συστήματος ή σε γενική νόσο. Εάν το αίμα εμφανίζεται μόνο στην αρχή της ούρησης συνήθως προέρχεται από την πρόσθια μοίρα της… … Dictionary of Greek
αιμοσφαιρινουρία — Παρουσία αιμοσφαιρίνης στα ούρα. Προκαλείται όσες φορές συμβαίνει στον οργανισμό μεγάλη και γρήγορη καταστροφή ερυθρών αιμοσφαιρίων ώστε να αδυνατεί να διασπάσει την παραγόμενη αιμοσφαιρίνη. Διαφέρει από την αιματουρία στο ότι λείπουν εντελώς… … Dictionary of Greek
αιματουρικός — ή, ό [αιματουρία] αυτός που προέρχεται από αιματουρία ή που τήν προκαλεί … Dictionary of Greek
αιματοκατούρημα — το η αιματουρία* … Dictionary of Greek
αιματουρώ — πάσχω από αιματουρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + ουρώ] … Dictionary of Greek
λευχαιμία — Νεοπλασματικό νόσημα το οποίο χαρακτηρίζεται από τον πολλαπλασιασμό ανώμαλων λευκών αιμοσφαιρίων (λευκοκυττάρων) στον μυελό των οστών. Κατά τη μικροσκοπική εξέταση το αίμα φαίνεται να είναι πλημμυρισμένο από ώριμα και άωρα λευκά αιμοσφαίρια. Οι λ … Dictionary of Greek
νεφρορραγία — η ιατρ. αιματουρία νεφρικής προέλευσης … Dictionary of Greek
πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… … Dictionary of Greek
πυελονεφρίτιδα — (Ιατρ.). Φλεγμονή της μυελικής και πυελικής περιοχής των νεφρών, που οφείλεται σε κοινά μικρόβια όπως το κολοβακτηρίδιο, ο πρωτεύς, η κλεμπσιέλα, η ψευδομονάς· οι μικροοργανισμοί αυτοί φτάνουν στις ουροφόρους οδούς σπάνια διά της αιματικής οδού… … Dictionary of Greek
αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… … Dictionary of Greek